- ομοιοτροπως
- ὁμοιοτρόπωςὁμοιο-τρόπωςсходным образом, так же точно
(ὁ. τινί Thuc., Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ὁ. τινί Thuc., Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὁμοιοτρόπως — ὁμοιότροπος of like manners and life adverbial ὁμοιότροπος of like manners and life masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομοιότροπος — η, ο (Α ὁμοιότροπος, ον) 1. αυτός που γίνεται, που επιτελείται με τον ίδιο τρόπο με έναν άλλο ή άλλους («εἰδότες οὔτε φιλίαν ἰδιώταις βέβαιον γιγνομένην... εἰ μὴ μετ ἀρετῆς δοκούσης ἐς ἀλλήλους γίγνοιτο καὶ τἆλλα ὁμοιότροποι εἶεν», Θουκ.) 2.… … Dictionary of Greek
καθεξής — (AM καθεξῆς, Α ποιητ. τ. κατά θ ἑξείης, με τμήση) στη συνέχεια, κατόπιν, εφεξής νεοελλ. 1. (σε λαϊκή χρήση) στο μέλλον, στο εξής («καθεξής να μάθεις να φυλάγεσαι») 2. φρ. «και ούτω καθεξής» (σε συντομογραφία: κ.ο.κ.) και τα λοιπά, ομοίως (νεοελλ … Dictionary of Greek